μορφωτικῶς

μορφωτικῶς
μορφωτικός
giving shape
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μορφωτικός — ή, ό (ΑΜ μορφωτικός, ή, όν) [μορφώνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μόρφωση ή αυτός που είναι ικανός ή επιτήδειος στο να μορφώνει 2. φρ. «μορφωτικά ιδεώδη» (παιδαγ.) πρότυπα από τα οποία ο παιδαγωγός εμπνέεται και τα οποία προσπαθεί να… …   Dictionary of Greek

  • ԿԵՐՊԱՒՈՐԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 1093 Chronological Sequence: 8c մ. μορφωτικῶς veluti forma, vel figura. ձեւանալով. նմանութեամբ. ձեւաւոր օրինակաւ. *Ոչ սրբազան պատկերօք կերպաւորապէս տպաւորեալք զաստուածագործականն նմանութիւն. Դիոն. երկն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”